δυσέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] sehr verwickelt, Eust.; schwer herauszuwickeln, herauszubringen, ὀδόντες δ. καὶ ἀγκιστρώδεις Ael. H. A. 14, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] sehr verwickelt, Eust.; schwer herauszuwickeln, herauszubringen, ὀδόντες δ. καὶ ἀγκιστρώδεις Ael. H. A. 14, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l'on déroule avec peine, inextricable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέλικτος''': -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, [[πολύπλοκος]], Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.
|lstext='''δυσέλικτος''': -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, [[πολύπλοκος]], Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l'on déroule avec peine, inextricable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέλικτος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλικτον</i><br />η [[ιδιότητα]] της δύσκολης περιέλιξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται<br /><b>2.</b> [[πολύπλοκος]], με πολλούς ελιγμούς.
|mltxt=[[δυσέλικτος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δυσέλικτον</i><br />η [[ιδιότητα]] της δύσκολης περιέλιξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται<br /><b>2.</b> [[πολύπλοκος]], με πολλούς ελιγμούς.
}}
}}

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέλικτος Medium diacritics: δυσέλικτος Low diacritics: δυσέλικτος Capitals: ΔΥΣΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dyséliktos Transliteration B: dyseliktos Transliteration C: dyseliktos Beta Code: duse/liktos

English (LSJ)

ον, hard to undo, Eust.229.38; hard to unroll and read, βίβλοι Jul.Or.7.227b.

Spanish (DGE)

-ον
1 de difíciles circunvoluciones, muy retorcido λαβύρινθος ... δυσδιέξοδος καὶ δ. Gr.Naz.M.36.61A
fig. como sinón. de inextricable, enrevesado, complicado βίβλοι Iul.Or.7.227b.
2 incapaz de formar espirales, que tiene dificultades para enrollarse τὸ ὑγρὸν ... τοῦ δράκοντος ... οὐ δυσέλικτον ἀλλὰ εὐέλικτον Eust.229.38.

German (Pape)

[Seite 678] sehr verwickelt, Eust.; schwer herauszuwickeln, herauszubringen, ὀδόντες δ. καὶ ἀγκιστρώδεις Ael. H. A. 14, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on déroule avec peine, inextricable.
Étymologie: δυσ-, ἑλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέλικτος: -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, πολύπλοκος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.

Greek Monolingual

δυσέλικτος, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δυσέλικτον
η ιδιότητα της δύσκολης περιέλιξης
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται
2. πολύπλοκος, με πολλούς ελιγμούς.