δυσκαταγώνιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0682.png Seite 682]] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκαταγώνιστος:''' [[трудно одолимый]] ([[δύσμαχος]] καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκαταγώνιστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[επιχείρημα]]) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσκαταγώνιστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[επιχείρημα]]) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκαταγώνιστος:''' [[трудно одолимый]] ([[δύσμαχος]] καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.).
}}
}}

Revision as of 12:58, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκατᾰγώνιστος Medium diacritics: δυσκαταγώνιστος Low diacritics: δυσκαταγώνιστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatagṓnistos Transliteration B: dyskatagōnistos Transliteration C: dyskatagonistos Beta Code: duskatagw/nistos

English (LSJ)

ον, hard to overcome, Plb.15.15.8, D.H.3.7; hard to refute, Id.Rh.8.3; τὸ δ. impregnability, Corn.ND20.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de derrotar del ejército romano, Plb.15.15.8, cf. App.BC 4.137, Basil.M.31.508C, τοῖς διὰ τὸ μέγεθος δυσκαταγωνίστοις (ἰχθύσι) D.S.3.15, cf. 37, de los persas, Sch.A.Pers.1013aM., de Gerión, Sch.Ar.Ach.1082c
neutr. subst. τὸ δ. cualidad de inexpugnable Corn.ND 20.
2 fig. difícil de dominar, rebelde de pers. οἱ μεμηνότες ... τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι los locos ... rebeldes al tratamiento Luc.Abd.17, cf. Vett.Val.236.3
de abstr. difícil de superar o vencer ἰσχύς D.H.3.7, καιροί Vett.Val.263.24, ἆθλον Gr.Nyss.Hom.in Eccl.368.16, πόλεμος Lib.Eth.12.2, αἱ τῆς φύσεως ὁρμαί Them.Or.8.120a, δυσκαταγωνιστότερον δὲ φυλακτήριον εὔνοια φόβου la benevolencia es protección más invencible que el miedo Them.Or.19.231d, νόσος Pall.in Hp.165
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de superar Gal.8.689
ret. difícil de refutar op. εὐδιάλυτος D.H.Rh.8.3.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, Pol. 15, 15 u. Sp. Bei Rhet. = schwer zu widerlegen.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαταγώνιστος: трудно одолимый (δύσμαχος καὶ δ. Polyb.; τῇ βίᾳ Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατᾰγώνιστος: -ον, ὃν δυσκόλως καταγωνίζεταί τις, δυσκατάβλητος, Πολύβ. 15. 15, 8, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσκαταγώνιστος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταβάλλεσαι σε αγώνα
αρχ.
(για επιχείρημα) αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.