δύσγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] unglücklich in der Ehe; [[γάμος]], Unglücksehe, Eur. Phoen. 1054; [[αἰσχύνη]], [[αἶσχος]], unglücklicher Ehe Schmach, Hel. 693 Tr. 1114; ῥυστάγματα Lycophr. 1089.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] unglücklich in der Ehe; [[γάμος]], Unglücksehe, Eur. Phoen. 1054; [[αἰσχύνη]], [[αἶσχος]], unglücklicher Ehe Schmach, Hel. 693 Tr. 1114; ῥυστάγματα Lycophr. 1089.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne une union funeste ; [[γάμος]] [[δύσγαμος]] EUR union funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[γάμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσγᾰμος''': -ον, ὁ ἐν τῷ γάμῳ [[ἀτυχής]], [[γάμος]] δ. Εὐρ. Φοίν. 1047, πρβλ. [[ἄγαμος]]·- δύσγαμον [[αἶσχος]] ἑλών, περὶ τοῦ Μενελάου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1114.
|lstext='''δύσγᾰμος''': -ον, ὁ ἐν τῷ γάμῳ [[ἀτυχής]], [[γάμος]] δ. Εὐρ. Φοίν. 1047, πρβλ. [[ἄγαμος]]·- δύσγαμον [[αἶσχος]] ἑλών, περὶ τοῦ Μενελάου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1114.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne une union funeste ; [[γάμος]] [[δύσγαμος]] EUR union funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[γάμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσγᾰμος Medium diacritics: δύσγαμος Low diacritics: δύσγαμος Capitals: ΔΥΣΓΑΜΟΣ
Transliteration A: dýsgamos Transliteration B: dysgamos Transliteration C: dysgamos Beta Code: du/sgamos

English (LSJ)

ον, ill-wedded, γάμοι δ. E.Ph.1047 (lyr.); ῥυστάγματα Lyc.1089, cf. Paul.Al.N.2; δύσγαμον αἶσχος ἑλών, of Menelaus, E. Tr.1114; χελιδών Luc. Trag.49.

Spanish (DGE)

(δύσγᾰμος) -ον
1 que es mala boda, que es funesta boda γάμοι E.Ph.1047, δύσγαμον αἶσχος ἑλών de Menelao, E.Tr.1114, cf. Hel.687, Man.2.270, ῥυστάγματα δύσγαμα violencias de boda funesta Lyc.1089.
2 de pers. destinado a una boda mala o funesta, mal casado de Hefesto, Nonn.D.13.177, cf. 48.748, δύσγαμοι γίνονται Vett.Val.111.20, cf. Paul.Al.65.16
paród. δ. ... θροεῖ χελιδών Luc.Trag.49
infeliz esposa θανοῦσα ἦλθες δειλαία δ. εἱς Ἀΐδαν MAMA 7.201.6 (Frigia I a.C.).

German (Pape)

[Seite 677] unglücklich in der Ehe; γάμος, Unglücksehe, Eur. Phoen. 1054; αἰσχύνη, αἶσχος, unglücklicher Ehe Schmach, Hel. 693 Tr. 1114; ῥυστάγματα Lycophr. 1089.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne une union funeste ; γάμος δύσγαμος EUR union funeste.
Étymologie: δυσ-, γάμος.

Greek (Liddell-Scott)

δύσγᾰμος: -ον, ὁ ἐν τῷ γάμῳ ἀτυχής, γάμος δ. Εὐρ. Φοίν. 1047, πρβλ. ἄγαμος·- δύσγαμον αἶσχος ἑλών, περὶ τοῦ Μενελάου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1114.

Greek Monolingual

δύσγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που ατύχησε στον γάμο του
2. φρ. «γάμος δύσγαμος» — άτυχος γάμος
3. «δύσγαμον αἶσχος» — προσβολή από γάμο που βγήκε σε κακό.

Greek Monotonic

δύσγᾰμος: -ον, αυτός που έχει ατυχή, κακό γάμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσγᾰμος: (о браке) несчастный (γάμοι Eur.): δύσγαμον αἶσχος Eur. позорный брак.

Middle Liddell

δύσ-γᾰμος, ον
ill-wedded, Eur.