αἰσχυνομένως: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰσχυνομένως]] (Α)<br />σεμνά, ντροπαλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. του ρ. [[αἰσχύνω]]].
|mltxt=[[αἰσχυνομένως]] (Α)<br />σεμνά, ντροπαλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. του ρ. [[αἰσχύνω]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[bescheiden]]</i>, Dion.Hal. 7.50.
}}
}}

Revision as of 17:09, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυνομένως Medium diacritics: αἰσχυνομένως Low diacritics: αισχυνομένως Capitals: ΑΙΣΧΥΝΟΜΕΝΩΣ
Transliteration A: aischynoménōs Transliteration B: aischynomenōs Transliteration C: aischynomenos Beta Code: ai)sxunome/nws

English (LSJ)

Adv. modestly, shamefacedly, D.H. 7.50.

Spanish (DGE)

adv. modesta, tímidamente D.H.7.50.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχῡνομένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ αἰσχύνω, μετ’ αἰσχύνης, Διον. Ἁλ. 7. 50.

Greek Monolingual

αἰσχυνομένως (Α)
σεμνά, ντροπαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. του ρ. αἰσχύνω].

German (Pape)

bescheiden, Dion.Hal. 7.50.