ἀκέντριστος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akentristos | |Transliteration C=akentristos | ||
|Beta Code=a)ke/ntristos | |Beta Code=a)ke/ntristos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκέντριστον, = [[ἀκέντητος]] ([[needing no goad]], [[needing no spur]], [[unpricked]], [[flawless]]) 1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM'' 432.11. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκέντριστον, = ἀκέντητος (needing no goad, needing no spur, unpricked, flawless) 1, Hsch., EM 432.11.
Spanish (DGE)
-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.