ἀκέαστος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α). | |mltxt=[[ἀκέαστος]], -ον (Α) [[κεάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br />«[[ἀκέαστος]] [[φύσις]]» <span style="color: red;"><</span> <b>Γρηγ. Ναζ.</b> IΙΙ, 404 Α, 414 Α). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht zu [[spalten]], zu [[trennen]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, = ἄκλαστος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀκέαστος, -ον (Α) κεάζω
αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος
«ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α).