ἀλφιτεία: Difference between revisions
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0112.png Seite 112]] ἡ, Gerstengraupenbereitung, Poll. 7, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0112.png Seite 112]] ἡ, Gerstengraupenbereitung, Poll. 7, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />préparation de la farine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφιτεύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλφῐτεία''': ἡ, ἀλφιτοποιΐα, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. 6. 37, πρβλ. 7. 18: - ἀλφῐτεῖον, τό, [[μύλος]] πρὸς ἄλεσιν ἀλφίτων, Πολυδ. 3. 78., 7. 19, Α. Β. 261: - ἀλφῐτεύς, έως, ὁ, μυλωθρὸς ἀλέθων κριθάς, Πολυδ. 7. 18. - ἀλφῐτεύω = [[ἀλέθω]] κριθάς· ἴδε ἐν λ. [[ἀλφηστεύω]]. | |lstext='''ἀλφῐτεία''': ἡ, ἀλφιτοποιΐα, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. 6. 37, πρβλ. 7. 18: - ἀλφῐτεῖον, τό, [[μύλος]] πρὸς ἄλεσιν ἀλφίτων, Πολυδ. 3. 78., 7. 19, Α. Β. 261: - ἀλφῐτεύς, έως, ὁ, μυλωθρὸς ἀλέθων κριθάς, Πολυδ. 7. 18. - ἀλφῐτεύω = [[ἀλέθω]] κριθάς· ἴδε ἐν λ. [[ἀλφηστεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, preparing of ἄλφιτα, Hyp.Fr.225 (ἀλφίτια codd. Poll.), Poll.7.18.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτεία) -ας, ἡ
fabricación de harina de cebada Hyp.Fr.225, Poll.7.18. • DMic.: a-pi-te-ja (?).
German (Pape)
[Seite 112] ἡ, Gerstengraupenbereitung, Poll. 7, 18.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
préparation de la farine.
Étymologie: ἀλφιτεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτεία: ἡ, ἀλφιτοποιΐα, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. 6. 37, πρβλ. 7. 18: - ἀλφῐτεῖον, τό, μύλος πρὸς ἄλεσιν ἀλφίτων, Πολυδ. 3. 78., 7. 19, Α. Β. 261: - ἀλφῐτεύς, έως, ὁ, μυλωθρὸς ἀλέθων κριθάς, Πολυδ. 7. 18. - ἀλφῐτεύω = ἀλέθω κριθάς· ἴδε ἐν λ. ἀλφηστεύω.
Greek Monolingual
ἀλφίτεια, η (ἀλφιτεύς)
στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα από την Πύλο και δηλώνει γυναικείο επάγγελμα
σημαίνει πιθανότατα ό,τι και το ἀλφιτεὺς (μυλωνάς), του οποίου είναι το αντίστοιχο θηλυκό (δοτική ενικού a-pi-te-ja).
Greek Monolingual
ἀλφιτεία, η (Α) ἀλφιτεύω
η αλφιτοποιία.