ἀμφοτερόγλωσσος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0146.png Seite 146]] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0146.png Seite 146]] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui soutient le pour et le contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφότερος]], [[γλῶσσα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφοτερόγλωσσος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, [[δίγλωσσος]], περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4. | |lstext='''ἀμφοτερόγλωσσος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, [[δίγλωσσος]], περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, speaking both ways, double-tongued, of Zeno the inventor of dialectic, Id.45, cf.Eust.1440.35.
Spanish (DGE)
-ον
fig. de doble lengua de Zenón c. alusión a su capacidad dialéctica, Timo 45, cf. Eust.1440.35.
German (Pape)
[Seite 146] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui soutient le pour et le contre.
Étymologie: ἀμφότερος, γλῶσσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτερόγλωσσος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, δίγλωσσος, περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.
Greek Monolingual
ἀμφοτερόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -γλωσσος < γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφοτερόγλωσσος: двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против (Ζήνων ὁ Ἐλεάτης Timon ap. Plut.).