ἀνεπίδεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίδεκτος:''' [[невосприимчивый]], [[неспособный]] (τινος Diog. L., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]], που [[είναι]] [[ανίκανος]] να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαράδεκτος]], [[ανάρμοστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]], που [[είναι]] [[ανίκανος]] να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαράδεκτος]], [[ανάρμοστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίδεκτος:''' [[невосприимчивый]], [[неспособный]] (τινος Diog. L., Sext.).
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίδεκτος Medium diacritics: ἀνεπίδεκτος Low diacritics: ανεπίδεκτος Capitals: ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anepídektos Transliteration B: anepidektos Transliteration C: anepidektos Beta Code: a)nepi/dektos

English (LSJ)

ον, not accepting, unaccepting, not-admitting, unadmitting, inadmissible, unacceptable, impossible, νόμων Phld.Rh.1.383S.; κοκοῦ S.E.M.9.33, cf. D.L.3.77, Alex.Aphr. in Metaph.393.13, Id.in Top.210.16.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inaceptable τὸ κατὰ τοῦ Πνεύματος βλάσφημον οὐκ ἀ. πάντως τὴν μετάγνωσιν ἕξει Vict.Mc.3.29
inadmisible para la mente, imposible τὸ παντελῶς ἀδύνατον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.36.116C.
2 que no se puede obtener, inalcanzable τὴν ... ἀ. τῶν ἱερῶν δογμάτων ἐπιστήμην Cyr.Al.M.77.889C.
3 de opuestos incompatible Basil.M.29.376A.
II 1que no admite νόμων Phld.Rh.1.383, κακοῦ S.E.M.9.33, cf. Ph.1.17, 2.492, D.L.3.77, Alex.Aphr.in Metaph.393.13, in Top.210.16, Ath.Al.M.26.1104C.
2 que no puede admitir o experimentar ἀ. γὰρ ἡ θεία φύσις παντὸς πάθους Procl.CP Arm.10 (p.192.6), cf. Meth.Res.3.18.
III adv. -ως: ἀ. ἔχειν ser incapaz κοινωνῆσαι φύσει ἀνθρωπίνῃ Ath.Al.M.26.1136C.

German (Pape)

[Seite 224] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίδεκτος: невосприимчивый, неспособный (τινος Diog. L., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίδεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) ἀπαράδεκτος, Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. ἀνεγχώρητος. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίδεκτος, -ον)
εκείνος που δεν είναι επιδεκτικός σε κάτι, που είναι ανίκανος να δεχθεί κάτι
αρχ.
απαράδεκτος, ανάρμοστος.