ἀναπόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapospastos
|Transliteration C=anapospastos
|Beta Code=a)napo/spastos
|Beta Code=a)napo/spastos
|Definition=ον, [[inseparable]], τοῦ ἑνός <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>113</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span>p.6</span> D.
|Definition=ἀναπόσπαστον, [[inseparable]], τοῦ ἑνός Dam.''Pr.''113. Adv. [[ἀναποσπάστως]] Simp. ''in Epict.''p.6 D.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόσπαστος Medium diacritics: ἀναπόσπαστος Low diacritics: αναπόσπαστος Capitals: ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anapóspastos Transliteration B: anapospastos Transliteration C: anapospastos Beta Code: a)napo/spastos

English (LSJ)

ἀναπόσπαστον, inseparable, τοῦ ἑνός Dam.Pr.113. Adv. ἀναποσπάστως Simp. in Epict.p.6 D.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseparable τοῦ ἑνός Dam.Pr.113
subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀ. Chrys.M.63.15.
2 adv. -ως inseparablemente Simp.in Epict.6.35.

German (Pape)

[Seite 203] nicht abgezogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόσπαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, ἀχώριστος «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπόσπαστος, -ον) ἀποσπῶ
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος
νεοελλ.
απαραίτητος.