ἀντεκτρέφω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0246.png Seite 246]] dagegen, zum Dank ernähren, Aristot. H. A. 9, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0246.png Seite 246]] dagegen, zum Dank ernähren, Aristot. H. A. 9, 13.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεκτρέφω:''' [[кормить в свою очередь]] (ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντεκτρέφω]] (Α)<br />[[τρέφω]] κι εγώ αυτόν που μ' έθρεψε ([[αναλαμβάνω]] τη [[συντήρηση]] των γονέων μου).
|mltxt=[[ἀντεκτρέφω]] (Α)<br />[[τρέφω]] κι εγώ αυτόν που μ' έθρεψε ([[αναλαμβάνω]] τη [[συντήρηση]] των γονέων μου).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεκτρέφω:''' [[кормить в свою очередь]] (ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεκτρέφω Medium diacritics: ἀντεκτρέφω Low diacritics: αντεκτρέφω Capitals: ΑΝΤΕΚΤΡΕΦΩ
Transliteration A: antektréphō Transliteration B: antektrephō Transliteration C: antektrefo Beta Code: a)ntektre/fw

English (LSJ)

A to maintain in return:— in Pass., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA615b25. 2 train as a rival, βότρυν βότρυϊ Lync. ap. Ath.14.654a.

Spanish (DGE)

1 alimentar, mantener a su vez en v. pas. ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arist.HA 615b25.
2 criar para competir βότρυι ... βότρυν Lync. en Ath.654a.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, zum Dank ernähren, Aristot. H. A. 9, 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκτρέφω: кормить в свою очередь (ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκτρέφω: ἐκτρέφω τὸν ἐκθρέψαντά με, ἐν τῷ παθ., ἀντεκτρέφεσθαι ὑπὸ τῶν ἐκγόνων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 13, 2. 2) ἐκτρέφω, καλλιεργῶ ὡς ἐφάμιλλον, «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ Νικοστρατίῳ τὸν Ἱππώνιον ἀντεκτρέφουσι βότρυν») (κατὰ Meineke: «τῷ δ’ ἐκεῖ καλουμένῳ βότρυϊ νικοστρατίῳ τὸν ἱππώνειον ἀντεκφέρουσα βότρυν») Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 654Α.

Greek Monolingual

ἀντεκτρέφω (Α)
τρέφω κι εγώ αυτόν που μ' έθρεψε (αναλαμβάνω τη συντήρηση των γονέων μου).