ἀντικοσμέω: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />orner à son tour <i>ou</i> en échange.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κοσμέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντικοσμέω''': κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα [[ἀξίωμα]] ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ [[ἔπειτα]] δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -[[κόσμησις]], ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη [[εὐπρέπεια]]· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ. | |lstext='''ἀντικοσμέω''': κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα [[ἀξίωμα]] ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ [[ἔπειτα]] δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -[[κόσμησις]], ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη [[εὐπρέπεια]]· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντικοσμέω:''' [[украшать в свою очередь]] (τι Plut.). | |elrutext='''ἀντικοσμέω:''' [[украшать в свою очередь]] (τι Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 2 October 2022
English (LSJ)
A arrange in turn, Plu.2.813d. 2 adorn in turn, ib.828a:—Pass., Aristid. Or.25 (43).33:—Subst. ἀντικόσμ-ησις, εως, ἡ, Suid.
Spanish (DGE)
1 organizar a su vez τὰς ἐλάττονας (ἀρχάς) Plu.2.813c.
2 adornar a su vez τὴν ... τράπεζαν ... τοῖς κεραμεοῖς Plu.2.828a
•pas. fig. κοσμοῦντες γὰρ τὴν πόλιν τοῖς ἑαυτῶν ἔργοις ἀντεκοσμοῦντο τῇ μνήμῃ Aristid.Or.25.33.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
orner à son tour ou en échange.
Étymologie: ἀντί, κοσμέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικοσμέω: κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα ἀξίωμα ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ ἔπειτα δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -κόσμησις, ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη εὐπρέπεια· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικοσμέω: украшать в свою очередь (τι Plut.).