ἀπαραφύλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀπαραφύλακτος
|Full diacritics=ἀπαραφῠ́λακτος
|Medium diacritics=ἀπαραφύλακτος
|Medium diacritics=ἀπαραφύλακτος
|Low diacritics=απαραφύλακτος
|Low diacritics=απαραφύλακτος
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imprevisto]] (ἄελλα) Sch.<i>Il</i>.11.297.<br /><b class="num">2</b> [[desprevenido]] εἰ ἐλήφθην ... ἀ. Sch.E.<i>Hipp</i>.657 (var.), cf. Ephr.Syr.3.212E.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[descuidadamente]], [[desprevenidamente]] ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀ. τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι Aesop.26.3.<br /><b class="num">2</b> [[sin cuidado]], [[sin escrúpulos]] ἐξομνύμενοι ἀ. τὴν πίστιν renegando sin escrúpulos de la fe</i> Eus.<i>HE</i> 4.7.7, cf. <i>DE</i> 1.6 (p.25.5).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imprevisto]] (ἄελλα) Sch.<i>Il</i>.11.297.<br /><b class="num">2</b> [[desprevenido]] εἰ ἐλήφθην ... ἀ. Sch.E.<i>Hipp</i>.657 (var.), cf. Ephr.Syr.3.212E.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπαραφυλάκτως]]<br /><b class="num">1</b> [[descuidadamente]], [[desprevenidamente]] ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀ. τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι Aesop.26.3.<br /><b class="num">2</b> [[sin cuidado]], [[sin escrúpulos]] ἐξομνύμενοι ἀ. τὴν πίστιν renegando sin escrúpulos de la fe</i> Eus.<i>HE</i> 4.7.7, cf. <i>DE</i> 1.6 (p.25.5).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαραφύλακτος''': -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἀμελής]], [[ἀπρόσεκτος]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. -τως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7.
|lstext='''ἀπαραφύλακτος''': -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἀμελής]], [[ἀπρόσεκτος]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. [[ἀπαραφυλάκτως]] Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαραφύλακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φυλάει [[κανείς]], ο αφύλακτος<br /><b>2.</b> [[απρόσεκτος]], [[αμελής]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαραφύλακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φυλάει [[κανείς]], ο αφύλακτος<br /><b>2.</b> [[απρόσεκτος]], [[αμελής]].
}}
}}

Revision as of 20:57, 9 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραφῠ́λακτος Medium diacritics: ἀπαραφύλακτος Low diacritics: απαραφύλακτος Capitals: ΑΠΑΡΑΦΥΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aparaphýlaktos Transliteration B: aparaphylaktos Transliteration C: aparafylaktos Beta Code: a)parafu/laktos

English (LSJ)

[ῠ], ον, A not to be guarded against, Sch.Il.11.297. II (from Med.) careless, heedless, Sch.E.Hipp.657.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imprevisto (ἄελλα) Sch.Il.11.297.
2 desprevenido εἰ ἐλήφθην ... ἀ. Sch.E.Hipp.657 (var.), cf. Ephr.Syr.3.212E.
II adv. ἀπαραφυλάκτως
1 descuidadamente, desprevenidamente ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀ. τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι Aesop.26.3.
2 sin cuidado, sin escrúpulos ἐξομνύμενοι ἀ. τὴν πίστιν renegando sin escrúpulos de la fe Eus.HE 4.7.7, cf. DE 1.6 (p.25.5).

German (Pape)

[Seite 280] unvorsichtig, adv., Aesop. 87; beim Schol. Eur. Hipp. 657 Erkl. von ἄφρακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραφύλακτος: -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀμελής, ἀπρόσεκτος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. ἀπαραφυλάκτως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπαραφύλακτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος
μσν.
1. αυτός που δεν τον φυλάει κανείς, ο αφύλακτος
2. απρόσεκτος, αμελής.