ἀρρυσίαστος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀρρῡσίαστος) -ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[no tomado como rehén]] ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio</i> A.<i>Supp</i>.610.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[que no se puede tomar como fianza]] πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ [[ἄλλου]] παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch.
|dgtxt=(ἀρρῡσίαστος) -ον<br /><b class="num">1</b> de pers. [[no tomado como rehén]] ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio</i> A.<i>Supp</i>.610.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[que no se puede tomar como fianza]] πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ [[ἄλλου]] παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non pris comme butin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥυσιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρῡσίαστος''': -ον, ὁ μὴ ἀπαχθεὶς ὡς ὅμηρος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δουλείαν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξύν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610, Διον. Ἁλ. 6. 41, «ἀρρυσίαστον· ἄσυλον ἀνε[νε]χυρίαστον» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀρρῡσίαστος''': -ον, ὁ μὴ ἀπαχθεὶς ὡς ὅμηρος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δουλείαν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξύν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610, Διον. Ἁλ. 6. 41, «ἀρρυσίαστον· ἄσυλον ἀνε[νε]χυρίαστον» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non pris comme butin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥυσιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρῡσίαστος Medium diacritics: ἀρρυσίαστος Low diacritics: αρρυσίαστος Capitals: ΑΡΡΥΣΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: arrysíastos Transliteration B: arrysiastos Transliteration C: arrysiastos Beta Code: a)rrusi/astos

English (LSJ)

ον, not carried off as a hostage, A.Supp.610; not liable to distraint, D.H.6.41.

Spanish (DGE)

(ἀρρῡσίαστος) -ον
1 de pers. no tomado como rehén ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio A.Supp.610.
2 de abstr. que no se puede tomar como fianza πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ ἄλλου παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non pris comme butin.
Étymologie: , ῥυσιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρῡσίαστος: -ον, ὁ μὴ ἀπαχθεὶς ὡς ὅμηρος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δουλείαν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξύν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610, Διον. Ἁλ. 6. 41, «ἀρρυσίαστον· ἄσυλον ἀνε[νε]χυρίαστον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀρρυσίαστος, -ον (Α) ρυσιάζω
αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρῡσίαστος: не захваченный в качестве заложника (ἐλεύθερος καὶ ἀ. Aesch.).

English (Woodhouse)

not to be seized as hostage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)