ἄραγμα: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aragma | |Transliteration C=aragma | ||
|Beta Code=a)/ragma | |Beta Code=a)/ragma | ||
|Definition=ατος, τό, = [[ἀραγμός]] ([[clashing]], [[clattering]], [[rattling]], [[crashing shower]], [[beating]]), τυμπάνων ἄ. E. ''Cyc.'' 205. = [[κάταγμα]], Sor. ''Fract.'' 10. | |Definition=-ατος, τό, = [[ἀραγμός]] ([[clashing]], [[clattering]], [[rattling]], [[crashing shower]], [[beating]]), τυμπάνων ἄ. E. ''Cyc.'' 205. = [[κάταγμα]], Sor. ''Fract.'' 10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἀραγμός (clashing, clattering, rattling, crashing shower, beating), τυμπάνων ἄ. E. Cyc. 205. = κάταγμα, Sor. Fract. 10.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ]
1 acción de golpear τυμπάνων E.Cyc.205.
2 medic. fractura Sor.Fract.156.22.
• Etimología: Cf. ἀράσσω.
German (Pape)
[Seite 343] τό, das tönende Schlagen, τυμπάνων Eur. Cycl. 203.
Greek Monolingual
το (Α ἄραγμα)
νεοελλ.
(για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά
αρχ.
χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση.
Greek Monotonic
ἄραγμα: -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄραγμα: ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.).