βρίζα: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βρίζα''': ἡ, σιτηρόν τι ἐν Θράκῃ καὶ Μακεδονίᾳ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον οὕτω, τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους μὲ τὸ καλούμενον [[τίφη]], Γαλην. (Ἡ [[λέξις]] φαίνεται οὖσα Αἰολικὴ ἀντὶ τοῦ [[ῥίζα]], Γρηγ. Κορ. σ. 576.)
|lstext='''βρίζα''': ἡ, σιτηρόν τι ἐν Θράκῃ καὶ Μακεδονίᾳ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον οὕτω, τοῦ αὐτοῦ εἴδους μὲ τὸ καλούμενον [[τίφη]], Γαλην. (Ἡ [[λέξις]] φαίνεται οὖσα Αἰολικὴ ἀντὶ τοῦ [[ῥίζα]], Γρηγ. Κορ. σ. 576.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βρίζα]])<br />[[είδος]] δημητριακού που μοιάζει με τη [[σίκαλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. θρακικής ή μακεδονικής προελεύσεως].
|mltxt=η (AM [[βρίζα]])<br />[[είδος]] δημητριακού που μοιάζει με τη [[σίκαλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. θρακικής ή μακεδονικής προελεύσεως].
}}
}}

Revision as of 19:30, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρίζα Medium diacritics: βρίζα Low diacritics: βρίζα Capitals: ΒΡΙΖΑ
Transliteration A: bríza Transliteration B: briza Transliteration C: vriza Beta Code: bri/za

English (LSJ)

ἡ, A rye, Secale cereale, in Thrace and Macedonia, Gal.6.514. (Probably a Thracian word, cognate with Lith. rugiai 'rye', Engl. rye, etc.) II Aeol. for ῥίζα, A.D. Adv.157.20, Greg.Cor.p.576 S.

Spanish (DGE)

v. ῥίζα.
-ης, ἡ
bot. centeno, Secale cereale en Tracia y Macedonia, Gal.6.514, DP 1.3.
• Etimología: Prob. palabra trac. rel. c. lituan. rugiaicenteno’, inglés rye, etc.

German (Pape)

[Seite 464] ἡ, eine dem Rocken ähnliche Getreideart in Thracien u. Macedonien (Wrisa), Galen.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de blé ou de seigle (appelé encore aujourd'hui vrisa).
Étymologie: mot thrace ou macéd.

Greek (Liddell-Scott)

βρίζα: ἡ, σιτηρόν τι ἐν Θράκῃ καὶ Μακεδονίᾳ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον οὕτω, τοῦ αὐτοῦ εἴδους μὲ τὸ καλούμενον τίφη, Γαλην. (Ἡ λέξις φαίνεται οὖσα Αἰολικὴ ἀντὶ τοῦ ῥίζα, Γρηγ. Κορ. σ. 576.)

Greek Monolingual

η (AM βρίζα)
είδος δημητριακού που μοιάζει με τη σίκαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. θρακικής ή μακεδονικής προελεύσεως].