εὐδιήγητος: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à raconter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διηγέομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à raconter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διηγέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδιήγητος:''' [[легко излагаемый]]: οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. это с трудом поддается описанию. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτόν τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα. | |mltxt=[[εὐδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτόν τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1062] gut zu erzählen, Isocr. 19, 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à raconter.
Étymologie: εὖ, διηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιήγητος: легко излагаемый: οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. это с трудом поддается описанию.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιήγητος: -ον, εὐκολοδιήγητος, Ἰσοκρ. 389 Ε.
Greek Monolingual
εὐδιήγητος, -ον (Α)
αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.