μείδημα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μείδημα:''' ατος τό улыбка Hes., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μείδημα:''' -ατος, τό, [[χαμόγελο]], το να χαμογελά [[κάποιος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''μείδημα:''' -ατος, τό, [[χαμόγελο]], το να χαμογελά [[κάποιος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μείδημα:''' ατος τό улыбка Hes., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μείδημα]], ατος, τό, [from [[μειδάω]]<br />a [[smile]], [[smiling]], Hes.
|mdlsjtxt=[[μείδημα]], ατος, τό, [from [[μειδάω]]<br />a [[smile]], [[smiling]], Hes.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείδημα Medium diacritics: μείδημα Low diacritics: μείδημα Capitals: ΜΕΙΔΗΜΑ
Transliteration A: meídēma Transliteration B: meidēma Transliteration C: meidima Beta Code: mei/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, smile, Hes.Th.205 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Russian (Dvoretsky)

μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.

Greek Monolingual

μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.

Greek Monotonic

μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μείδημα, ατος, τό, [from μειδάω
a smile, smiling, Hes.