μᾶκος: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[μῆκος]]. | |btext=v. [[μῆκος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾶκος:''' τό дор. = [[μῆκος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾶκος:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆκος]], αιτ. [[μᾶκος]]· ως επίρρ. ισοδύν. με [[μακράν]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μᾶκος:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆκος]], αιτ. [[μᾶκος]]· ως επίρρ. ισοδύν. με [[μακράν]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, Doric for μῆκος.
German (Pape)
[Seite 84] τό, dor, = μῆκος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
μᾶκος: τό дор. = μῆκος.
Greek (Liddell-Scott)
μᾶκος: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆκος, αἰτ. μᾶκος, ὡς ἐπίρρ., μακράν, Πινδ. Ο. 10 (11). 89.
English (Slater)
μᾱκος length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)
Greek Monolingual
μᾱκος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκος.
Greek Monotonic
μᾶκος: τό, Δωρ. αντί μῆκος, αιτ. μᾶκος· ως επίρρ. ισοδύν. με μακράν, σε Πίνδ.