κυκλοφορητικός: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυκλοφορητικός:''' [[круговой]], [[описывающий круг]] ([[κίνησις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυκλοφορητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυκλοφορώ]]<br />αυτός που κινείται σε κύκλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοφορητικῶς</i> (Α)<br />κυκλικά. | |mltxt=[[κυκλοφορητικός]], -ή, -όν (Α) [[κυκλοφορώ]]<br />αυτός που κινείται σε κύκλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλοφορητικῶς</i> (Α)<br />κυκλικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, moving in a circle, circular, οὐσία Ph.1.514; τρόπος Dam.Pr.23; σῶμα Thphr.Fr.35, Iamb.Myst.5.4. Adv. -κῶς S.E.M.10.58.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se meut circulairement.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορητικός: круговой, описывающий круг (κίνησις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορητικός: -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, κυκλικός, κίνησις Πλούτ. 2. 1004G· οὐσία Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.
Greek Monolingual
κυκλοφορητικός, -ή, -όν (Α) κυκλοφορώ
αυτός που κινείται σε κύκλο.
επίρρ...
κυκλοφορητικῶς (Α)
κυκλικά.