κρυψίνοος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui cache sa pensée, dissimulé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]], [[νόος]].
|btext=οος, οον;<br />qui cache sa pensée, dissimulé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]], [[νόος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρυψίνοος:''' стяж. [[κρυψίνους]] 2 (ῐ) скрывающий свои мысли, скрытный Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρυψίνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν.
|lsmtext='''κρυψίνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κρυψίνοος:''' стяж. [[κρυψίνους]] 2 (ῐ) скрывающий свои мысли, скрытный Xen.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψίνοος Medium diacritics: κρυψίνοος Low diacritics: κρυψίνοος Capitals: ΚΡΥΨΙΝΟΟΣ
Transliteration A: krypsínoos Transliteration B: krypsinoos Transliteration C: krypsinoos Beta Code: kruyi/noos

English (LSJ)

ον, contr. κρυψί-νους, ουν, hiding one's thoughts, dissembling, X.Cyr.1.6.27, Gal.8.362, D.C.67.1, Eun.Hist.p.254 D.; opp. παρρησιαζόμενος X. Ages.11.5. Adv. -νως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 1517] zsgzgn -νους, seine Gedanken verbergend, von heimlicher, versteckter Sinnesart, Xen. Cyr. 1, 6, 19 Ages. 11, 5 u. Sp. – Adv., Poll. 4, 51, κρυψίνως.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui cache sa pensée, dissimulé.
Étymologie: κρύπτω, νόος.

Russian (Dvoretsky)

κρυψίνοος: стяж. κρυψίνους 2 (ῐ) скрывающий свои мысли, скрытный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἀποκρύπτων τοὺς στοχασμούς του, ὁ ὑποκρινόμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27., 8. 2, 1· ἀντίθ. τῷ παρρησιαζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 5. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Δ΄, 51.

Greek Monotonic

κρυψίνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν.