νηπιάα: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>seul. acc. pl.</i> -ιάας;<br /><i>c.</i> [[νηπιέη]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>seul. acc. pl.</i> -ιάας;<br /><i>c.</i> [[νηπιέη]].
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάα:''' ἡ (только acc. pl. [[νηπιάας]]) Hom. = *[[νηπιέη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηπιάα:''' [[νηπιέη]], ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]]· <i>ἐν νηπιέῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, <i>νηπιέῃσιν</i>, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.
|lsmtext='''νηπιάα:''' [[νηπιέη]], ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή [[ηλικία]]· <i>ἐν νηπιέῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, <i>νηπιέῃσιν</i>, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπιάα:''' ἡ (только acc. pl. [[νηπιάας]]) Hom. = *[[νηπιέη]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[childhood]], ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. [[childish]] tricks or follies, νηπιέῃσιν in [[childish]] [[fashion]], in [[folly]], Hom.
|mdlsjtxt=<br />[[childhood]], ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. [[childish]] tricks or follies, νηπιέῃσιν in [[childish]] [[fashion]], in [[folly]], Hom.
}}
}}

Revision as of 14:59, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
seul. acc. pl. -ιάας;
c. νηπιέη.

Russian (Dvoretsky)

νηπιάα: ἡ (только acc. pl. νηπιάας) Hom. = *νηπιέη.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιάα: νηπιέη, ἡ, Ἐπικ. τύπος τοῦ νηπία (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀναστασ. ἐν τῇ τοῦ Mai Coll. Nov. 7. 241)· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ἐκτεταμ. Ἐπικ. τύποις· (νήπιος): -παιδικὴ ἡλικία, οἶνον ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Ἰλ. Ι. 491 (487): - ἐν τῷ πληθ., παιδαριώδεις τρόποι, ἀνοησίαι, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν Ὀδ. Α. 297· δοτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἐπεί... ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, κατὰ παιδικὸν τρόπον, Ἰλ. Ο. 363· ἡγήσατο νηπιέῃσιν, «ἤτοι νηπιείαις φρεσὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 469· αἰτ. νηπιέην Ὀππ. Ἁλ. 3. 585.

Greek Monolingual

νηπιάα, ἡ (Α)
βλ. νηπιέη.

Greek Monotonic

νηπιάα: νηπιέη, ἡ, Επικ. τύποι του νηπία, παιδική, νηπιακή ηλικία· ἐν νηπιέῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., παιδικά τεχνάσματα ή ανοησίες, παιδαριώδεις τρόποι, νηπιέῃσιν, με τρόπο μικρού παιδιού, ανόητα, σε Όμηρ.

Middle Liddell


childhood, ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. childish tricks or follies, νηπιέῃσιν in childish fashion, in folly, Hom.