περιωδευμένως: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />par un long circuit.<br />'''Étymologie:''' περιωδευμένος, part. pf. Pass. de [[περιοδεύω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />par un long circuit.<br />'''Étymologie:''' περιωδευμένος, part. pf. Pass. de [[περιοδεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιωδευμένως:''' [[пространно]] ([[πολυμερῶς]] καὶ π. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιωδευμένος</i> του [[περιοδεύω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιωδευμένος</i> του [[περιοδεύω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:18, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of περιοδεύω, fully, in detail, Phld.Rh.1.248 S., Plu.2.537d.
German (Pape)
[Seite 601] adv. part. perf. pass. von περιοδεύω, auf Umwegen, weitläuftig, Plut. de inv. et od. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
par un long circuit.
Étymologie: περιωδευμένος, part. pf. Pass. de περιοδεύω.
Russian (Dvoretsky)
περιωδευμένως: пространно (πολυμερῶς καὶ π. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιωδευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιοδεύω, διὰ περιστροφῶν, διὰ τρόπου περιστροφικοῦ, Πλούτ. 2. 537D.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (για ρητ. λόγο) με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιωδευμένος του περιοδεύω.