σπαργανιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />enveloppé de langes.<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />enveloppé de langes.<br />'''Étymologie:''' [[σπάργανον]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπαργᾰνιώτης:''' ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπαργᾰνιώτης:''' -ου, ὁ, [[βρέφος]] που βρίσκεται στα [[σπάργανα]], στις φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''σπαργᾰνιώτης:''' -ου, ὁ, [[βρέφος]] που βρίσκεται στα [[σπάργανα]], στις φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''σπαργᾰνιώτης:''' ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ,<br />a [[child]] in swaddling-[[clothes]], Hhymn. [from σπάργᾰνον]
|mdlsjtxt=σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ,<br />a [[child]] in swaddling-[[clothes]], Hhymn. [from σπάργᾰνον]
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαργᾰνιώτης Medium diacritics: σπαργανιώτης Low diacritics: σπαργανιώτης Capitals: ΣΠΑΡΓΑΝΙΩΤΗΣ
Transliteration A: sparganiṓtēs Transliteration B: sparganiōtēs Transliteration C: sparganiotis Beta Code: sparganiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, child in swaddlingclothes, h.Merc.301.

German (Pape)

[Seite 917] ὁ, Wickelkind, H. h. 2, 301, wie εἰραφιώτης gebildet.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
enveloppé de langes.
Étymologie: σπάργανον.

Russian (Dvoretsky)

σπαργᾰνιώτης: ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, παιδίον ἐν σπαργάνοις, «φασκιωμένον», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 301· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ εἰραφιώτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
παιδί στα σπάργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάργανον + επίθημα -ιώτης (πρβλ. στρατ-ιώτης)].

Greek Monotonic

σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, βρέφος που βρίσκεται στα σπάργανα, στις φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ,
a child in swaddling-clothes, Hhymn. [from σπάργᾰνον]