τριετηρίς: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ίδος<br />triennal ; ἡ [[τριετηρίς]] ([[ἑορτή]]) fête triennale.<br />'''Étymologie:''' [[τριετής]]. | |btext=ίδος<br />triennal ; ἡ [[τριετηρίς]] ([[ἑορτή]]) fête triennale.<br />'''Étymologie:''' [[τριετής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τριετηρίς -ίδος, ἡ [τριέτης] tweejaarlijks feest periode van drie jaar:. διὰ τριετηρίδος om de twee jaar Aristot. Pol. 1308b1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριετηρίς:''' ίδος adj. f совершаемая раз в трехлетие (θυσίαι Διονύσῳ Diod.).<br />ίδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[ἑορτή]]) празднество, справляемое раз в три года Pind., Her., Eur., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[περίοδος]]) трехлетие HH, Arst. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τριετηρίς:''' (ενν. [[ἑορτή]]), -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[εορτή]] που τελείται [[κάθε]] [[τρία]] χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[περίοδος]]), [[κύκλος]] ή [[περίοδος]] τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ. | |lsmtext='''τριετηρίς:''' (ενν. [[ἑορτή]]), -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[εορτή]] που τελείται [[κάθε]] [[τρία]] χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[περίοδος]]), [[κύκλος]] ή [[περίοδος]] τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τριετηρίς''': (ἐξυπ. [[ἑορτή]]), ίδος, ἡ, κατὰ τριετίαν τελουμένη [[ἑορτή]], [[μάλιστα]] τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, τῆς Ἥρας καὶ ἄλλων θεοτήτων, ἐν τῷ ἑνικῷ, Πινδ. Ν. 6. 69· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 108, Εὐρ. Βάκχ. 133, Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) (ἐξυπακουομένου τοῦ [[περίοδος]]), [[κύκλος]] ἢ [[περίοδος]] τριῶν ἐτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 10· - οὕτω, τ. ὧραι Ὀρφ. Ὕμν. 53. 3· τ. θυσίαι Διόδ. 4. 3. 3) γυναῖκες τ., ἑορτάζουσαι τὴν τριετηρίδα, Ὀππ. Κυνηγ. 4. 235· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἐπιφάνιος ἔχει τριετηρῖτις, ἡ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:35, 2 October 2022
English (LSJ)
(sc. ἑορτή), ίδος, ἡ, A triennial festival, i. e. celebrated every third year (inclusively), = in alternate years, Pi.N.6.40, IG22.1672.258,262, OGI51.27 (Egypt, iii B. C.), 299.17, 331.8 (both Pergam., ii B. C.), IG12(1).730.15 (Camirus, ii/i B. C.): pl., Hdt.4.108, E.Ba.133 (lyr.), Pl.Lg.834e; in full, τ. θυσίαι D.S.4.3; τ. ἑορταί Artem.4.39. 2 (sc. περίοδος) cycle or period of three (two) years, h.Hom.1.11, Arist.Pol.1308b1, IG12(1).155.50 (Rhodes, ii B. C.), PGrenf.2.69.22 (iii A. D.): so τ. ὧραι Orph.H.54.3. 3 γυναῖκες τ. celebrating the triennial festival, Opp.C.4.235.
French (Bailly abrégé)
ίδος
triennal ; ἡ τριετηρίς (ἑορτή) fête triennale.
Étymologie: τριετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριετηρίς -ίδος, ἡ [τριέτης] tweejaarlijks feest periode van drie jaar:. διὰ τριετηρίδος om de twee jaar Aristot. Pol. 1308b1.
Russian (Dvoretsky)
τριετηρίς: ίδος adj. f совершаемая раз в трехлетие (θυσίαι Διονύσῳ Diod.).
ίδος ἡ
1) (sc. ἑορτή) празднество, справляемое раз в три года Pind., Her., Eur., Plat.;
2) (sc. περίοδος) трехлетие HH, Arst.
English (Slater)
τρῐετηρῐς biennial festival ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι (the Isthmian Games) (N. 6.40)
Greek Monotonic
τριετηρίς: (ενν. ἑορτή), -ίδος, ἡ,
1. εορτή που τελείται κάθε τρία χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. (ενν. περίοδος), κύκλος ή περίοδος τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
τριετηρίς: (ἐξυπ. ἑορτή), ίδος, ἡ, κατὰ τριετίαν τελουμένη ἑορτή, μάλιστα τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, τῆς Ἥρας καὶ ἄλλων θεοτήτων, ἐν τῷ ἑνικῷ, Πινδ. Ν. 6. 69· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 108, Εὐρ. Βάκχ. 133, Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) (ἐξυπακουομένου τοῦ περίοδος), κύκλος ἢ περίοδος τριῶν ἐτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 10· - οὕτω, τ. ὧραι Ὀρφ. Ὕμν. 53. 3· τ. θυσίαι Διόδ. 4. 3. 3) γυναῖκες τ., ἑορτάζουσαι τὴν τριετηρίδα, Ὀππ. Κυνηγ. 4. 235· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἐπιφάνιος ἔχει τριετηρῖτις, ἡ.
Middle Liddell
1. (sc. ἑορτή) a triennial festival, Hdt., Eur.
2. (sub. περίοδοσ), a period of three years, Hhymn., Arist.