τριηρικός: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ή, όν :<br />de trière;<br /><i>subst.</i> τὸ τριηρικόν :<br /><b>1</b> chant des rameurs;<br /><b>2</b> équipage d'une navire.<br />'''Étymologie:''' [[τριήρης]]. | |btext=ή, όν :<br />de trière;<br /><i>subst.</i> τὸ τριηρικόν :<br /><b>1</b> chant des rameurs;<br /><b>2</b> équipage d'une navire.<br />'''Étymologie:''' [[τριήρης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τριηρικός -ή -όν [τριήρης] tot de triëre behorend; subst. τὸ τριηρικόν: de roeibemanning op de oorlogsschepen. Aristot. Pol. 1291b23. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριηρικός:''' [[предназначенный для триеры]], [[корабельный]] ([[σκευή]] Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τριηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε τριήρη, σε Δημ. | |lsmtext='''τριηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε τριήρη, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τριηρικός''': -ή, -όν, [[τριηριτικός]], σκεύη Δημ. 1145. 2· αὐλεῖν τὸ τρ. (ἐξυπακ. [[μέλος]]) Ἀθήν. 535D· ἀλλὰ τριηρικὸν = οἱ τριηρῖται, τὸ [[πλήρωμα]], οἱ ναῦται τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, = τριηριτικός, σκεύη D.47.19; λιμήν Str.14.2.15, cj. in 13.2.2; αὐλεῖν τὸ τ. (sc. μέλος) Ath.12.535d; but τὸ τ. the class which serves in a trireme, Arist. Pol.1291b23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de trière;
subst. τὸ τριηρικόν :
1 chant des rameurs;
2 équipage d'une navire.
Étymologie: τριήρης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριηρικός -ή -όν [τριήρης] tot de triëre behorend; subst. τὸ τριηρικόν: de roeibemanning op de oorlogsschepen. Aristot. Pol. 1291b23.
Russian (Dvoretsky)
τριηρικός: предназначенный для триеры, корабельный (σκευή Dem.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τριήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τοῦτον ὀφείλοντα τῇ πόλει σκεύη τριηρικά», Δημοσθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριηρικόν
το πλήρωμα τριήρους.
Greek Monotonic
τριηρικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε τριήρη, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
τριηρικός: -ή, -όν, τριηριτικός, σκεύη Δημ. 1145. 2· αὐλεῖν τὸ τρ. (ἐξυπακ. μέλος) Ἀθήν. 535D· ἀλλὰ τριηρικὸν = οἱ τριηρῖται, τὸ πλήρωμα, οἱ ναῦται τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.
Middle Liddell
τριηρικός, ή, όν [from τριήρης
of or for a trireme, Dem.