φερέδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που παραθέτει [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[δείπνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), <b>πρβλ.</b> <i>δωρό</i>-<i>δειπνος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δειπνος</i>].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που παραθέτει [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[δείπνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), [[πρβλ]]. [[δωρόδειπνος]], [[φιλόδειπνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:49, 9 May 2023

German (Pape)

[Seite 1261] ein Mahl, einen Schmaus bringend, gebend, Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne litt. qui porte à souper.
Étymologie: φέρω, δεῖπνον.

Greek (Liddell-Scott)

φερέδειπνος: -ον, ὁ φέρων ἢ παρέχων δεῖπνον ἢ εὐωχίαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 23· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. ὡς κύριον ὄνομα.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που παραθέτει δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρόδειπνος, φιλόδειπνος].