φιλόδειπνος
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
φιλόδειπνον,
A fond of good dinners, Alex.163.1, Ath. 1.6d; τὸ φ. Plu.2.726a.
II fond of giving dinners, hospitable, Ph.2.70.
German (Pape)
[Seite 1279] Mahlzeiten, Gastmähler liebend; Alexis bei Ath. XIV, 642 d; Plut. Symp. 8, 6,1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les festins ; τὸ φιλόδειπνον amour des bons repas.
Étymologie: φίλος, δεῖπνον.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδειπνος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ δεῖπνα, οὐδὲ φιλόδειπνός εἰμι, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν, τραγήμασι δὲ χαίρω μᾶλλον Ἄλεξις ἐν «Ὁμοίᾳ» 1· ― τὸ φιλόδειπνον Πλούτ. 2. 726Α. ΙΙ. ὡς τὸ φιλοδειπνιστής, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, φιλόξενος, Φίλων 2. 70.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια
2. αυτός που του αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδειπνον
η αγάπη για τα δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρόδειπνος].