φερνίον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />panier pour porter le poisson.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]].
|btext=ου (τό) :<br />panier pour porter le poisson.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φερνίον:''' v. l. [[φέρνιον]] τό корзина для рыбы Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φέρνιον]], τὸ, Α<br />[[ψαροκάλαθο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φερνή]] (για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[φερνή]])].
|mltxt=και [[φέρνιον]], τὸ, Α<br />[[ψαροκάλαθο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φερνή]] (για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[φερνή]])].
}}
{{elru
|elrutext='''φερνίον:''' v. l. [[φέρνιον]] τό корзина для рыбы Men.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
panier pour porter le poisson.
Étymologie: φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φερνίον: v. l. φέρνιον τό корзина для рыбы Men.

Greek (Liddell-Scott)

φερνίον: τό, (φέρω) ἁλιευτικὸν σπυρίδιον, ἰχθυηρὸν ἀγγεῖον, κοινῶς «ψαροκάλαθον», Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 69, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 18, Ἀλκίφρων 1. 9, Πολυδ. Ϛ΄, 94· ― παρ’ Ἡσυχ. φέρεται φέρμια, τά, «φέρμια· ἃς ἔνιοι ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας, καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῖα, οἷον σπυρίδια» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 119 γραπτέον φέρνιον προπαροξυτόνως.

Greek Monolingual

και φέρνιον, τὸ, Α
ψαροκάλαθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή (για τη σημ. της λ. βλ. λ. φερνή)].