χερμαστήρ: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui lance des pierres ; χερμαστὴρ [[ῥινός]] cuir propre à lancer des pierres, <i>càd</i> la fronde.<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]]. | |btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui lance des pierres ; χερμαστὴρ [[ῥινός]] cuir propre à lancer des pierres, <i>càd</i> la fronde.<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χερμαστήρ:''' ῆρος adj. m служащий для метания камней: χ. [[ῥινός]] Anth. камнеметательный ремень, ременная праща. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χερμαστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[σφενδονιστής]], χερμαστὴρ [[ῥινός]], [[δέρμα]] σφεντόνας, στο οποίο τοποθετείται και εκτοξεύεται η [[πέτρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''χερμαστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[σφενδονιστής]], χερμαστὴρ [[ῥινός]], [[δέρμα]] σφεντόνας, στο οποίο τοποθετείται και εκτοξεύεται η [[πέτρα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χερμαστήρ]], ῆρος, ὁ,<br />a [[slinger]], χ. [[ῥινός]] the [[leather]] of a [[sling]], out of [[which]] the [[stone]] was thrown, Anth. | |mdlsjtxt=[[χερμαστήρ]], ῆρος, ὁ,<br />a [[slinger]], χ. [[ῥινός]] the [[leather]] of a [[sling]], out of [[which]] the [[stone]] was thrown, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 3 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, slinger, ῥινὸς χ. the leather of a sling, out of which the stone was thrown, †b.172 (Antip.Sid.), cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1350] ῆρος, ὁ, der Schleuderer, ῥινός, das Leder an der Schleuder, aus welchem die Steine geworfen werden, Antp. Sid. 105 (VII, 172).
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui lance des pierres ; χερμαστὴρ ῥινός cuir propre à lancer des pierres, càd la fronde.
Étymologie: χερμάς.
Russian (Dvoretsky)
χερμαστήρ: ῆρος adj. m служащий для метания камней: χ. ῥινός Anth. камнеметательный ремень, ременная праща.
Greek (Liddell-Scott)
χερμαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ῥίπτων τὰ χέρματα, χ. ῥινός, τὸ δέρμα σφενδόνης, ἐφ’ οὗ ὁ λίθος ἐπετίθετο καὶ ἐρρίπτετο, Ἀνθ. Παλατ. 1. 172, πρβλ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(για το λουρί της σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάζω + κατάλ. -τήρ].
Greek Monotonic
χερμαστήρ: -ῆρος, ὁ, σφενδονιστής, χερμαστὴρ ῥινός, δέρμα σφεντόνας, στο οποίο τοποθετείται και εκτοξεύεται η πέτρα, σε Ανθ.
Middle Liddell
χερμαστήρ, ῆρος, ὁ,
a slinger, χ. ῥινός the leather of a sling, out of which the stone was thrown, Anth.