ἐξεπαίρω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=exciter, encourager à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπαίρω]].
|btext=exciter, encourager à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεπαίρω:''' [[побуждать]], [[поощрять]], [[подстрекать]] (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι [[μεῖζον]], ἢ [[χρεών]], φρονεῖν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεπαίρω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήματα ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐξεπαίρω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήματα ἡμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεπαίρω:''' [[побуждать]], [[поощрять]], [[подстрекать]] (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι [[μεῖζον]], ἢ [[χρεών]], φρονεῖν Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπαίρω Medium diacritics: ἐξεπαίρω Low diacritics: εξεπαίρω Capitals: ΕΞΕΠΑΙΡΩ
Transliteration A: exepaírō Transliteration B: exepairō Transliteration C: eksepairo Beta Code: e)cepai/rw

English (LSJ)

stir up, excite one to do, c. inf., Ar.Lys.623; ὅ σ' ἐξεπᾱρεῖ (fut.) μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν E.Fr.963.

German (Pape)

[Seite 877] erregen, antreiben; τὰς γυναῖκας, καταλαβεῖν τὰ χρήματα Ar. Lys. 623; ὅ σ' ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν p. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.

French (Bailly abrégé)

exciter, encourager à, inf..
Étymologie: ἐξ, ἐπαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπαίρω: побуждать, поощрять, подстрекать (τινὰ ποιεῖν τι Arph.; ἐξεπαίρεσθαι μεῖζον, ἢ χρεών, φρονεῖν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπαίρω: διεγείρω, παρορμῶ τινα νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινές... τάς... γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ’ ἡμῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 622· μηδ’ εὐτύχημα μηδὲν ὧδ’ ἔστω μέγα, ὃ σ’ ἐξεπαίρῃ μεῖζον ἢ χρεὼν φρονεῖν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 102F.

Greek Monolingual

ἐξεπαίρω (Α)
προκαλώ κάποιον να κάνει κάτι («μή... τὰς γυναῑκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ καταλαβεῖν τὰ χρήματα ἡμῶν», Αριστοφ.).