Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑκατόμπους: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />à cent pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />à cent pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατόμπους:''' 2, gen. ποδος стоногий: αἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. пятьдесят (или множество) Нереид.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτόμπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[εκατό]] πόδια, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἑκᾰτόμπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[εκατό]] πόδια, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατόμπους:''' 2, gen. ποδος стоногий: αἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. пятьдесят (или множество) Нереид.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[hundred]]-footed, Soph.
|mdlsjtxt=[[hundred]]-footed, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόμπους Medium diacritics: ἑκατόμπους Low diacritics: εκατόμπους Capitals: ΕΚΑΤΟΜΠΟΥΣ
Transliteration A: hekatómpous Transliteration B: hekatompous Transliteration C: ekatompous Beta Code: e(kato/mpous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, hundred-footed: in S. OC718 (lyr.), ἑκατόμποδες Νηρηΐδες, some take it literally to mean the 50 Nereids (the number assigned to them by Hes.Th.264, Pi.I.6(5).6, A.Fr.174, E.IT427), others the 100 Nereids (Pl.Criti. 116e), others merely to express a notion of multitude.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόμπους) -ουν
1 que tiene cien pies, prob. como equiv. de innúmero, múltiple τῶν ἑκατομπόδων Νηρῄδων ἀκόλουθος S.OC 718, cf. Sch.S.OC 718M.
2 como medida de cien pies νεὼν ... οὐ παρὰ πολὺ τῶν ἑκατομπόδων un templo no muy inferior a los cien pies Philostr.VA 2.20.

German (Pape)

[Seite 752] οδος, hundertfüßig, von den (50 od. 100?) Nereiden, Soph. O. C. 718.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
à cent pieds.
Étymologie: ἑκατόν, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόμπους: 2, gen. ποδος стоногий: αἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. пятьдесят (или множество) Нереид.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόμπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἑκατὸν πόδας· τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 718, ἑκατόμποδες Νηρηΐδες, τινὲς ἑρμηνεύουσι κατὰ λέξιν, αἱ 50 Νηρηίδες (ὁ ἀριθμὸς ὁ ὁριζόμενος ἐν Ἡσ. Θ. 264, Εὐρ. Ι. Τ. 427), ἕτεροι, αἱ 100 Νηρηίδες (Πλάτ. Κριτί. 116Ε), καὶ ἄλλοι παραδέχονται ἁπλῶς τὴν ἔννοιαν τῆς πληθύος, ἴδε σημ. Jebb καὶ πρβλ. ἑκατόγγυιος, ὀκτάπους.

Greek Monolingual

ἑκατόμπους, ο, η (Α)
αυτός που έχει εκατό πόδια («ἑκατόμποδων Νηρῄδων»).

Greek Monotonic

ἑκᾰτόμπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει εκατό πόδια, σε Σοφ.

Middle Liddell

hundred-footed, Soph.