ἐχόντως: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. dans la locut.</i> [[ἐχόντως]] [[νοῦν]] HDT <i>c.</i> [[νουνεχόντως]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=<i>seul. dans la locut.</i> [[ἐχόντως]] [[νοῦν]] HDT <i>c.</i> [[νουνεχόντως]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχόντως:''' [[имея]], [[обладая]]: νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. разумно, толково.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχόντως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) <b>φρ.</b> «[[ἐχόντως]] νοῦν» — νουνεχώς, [[συνετώς]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. ενεστ. <i>έχων</i>, <i>έχοντος</i> του <i>έχω</i>].
|mltxt=[[ἐχόντως]] (Α)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) <b>φρ.</b> «[[ἐχόντως]] νοῦν» — νουνεχώς, [[συνετώς]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. ενεστ. <i>έχων</i>, <i>έχοντος</i> του <i>έχω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχόντως:''' [[имея]], [[обладая]]: νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. разумно, толково.
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχόντως Medium diacritics: ἐχόντως Low diacritics: εχόντως Capitals: ΕΧΟΝΤΩΣ
Transliteration A: echóntōs Transliteration B: echontōs Transliteration C: echontos Beta Code: e)xo/ntws

English (LSJ)

Adv. pres. part. of ἔχω, in phrase ἐ. νοῦν, = νουνεχόντως (q.v.), Pl.Lg.686e; ἐχόντως ἑαυτὸν τὸν νοῦν Id.Phlb.64a.

German (Pape)

[Seite 1126] adv. zu ἔχων, nur ἐχόντως νοῦν, = νουνεχόντως, Plat. Legg. III, 686 e, wonach Phil. 64 a gesagt ist ἐμφρόνως καὶ ἐχόντως ἑαυτὸι τὸν νοῦν φήσομεν ἀποκρίνασθαι, verständiger Weise.

French (Bailly abrégé)

seul. dans la locut. ἐχόντως νοῦν HDT c. νουνεχόντως.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐχόντως: имея, обладая: νόον ἐ. Her. или λόγον ἐ. Plat. разумно, толково.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἔχω, ἐν τῇ φράσει: ἐχόντως νοῦν, νουνεχόντως, Πλάτ. Νόμ. 686Ε· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Α.

Greek Monolingual

ἐχόντως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) φρ. «ἐχόντως νοῦν» — νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος του έχω].