ἠπεροπευτής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἠπεροπεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠπεροπεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἠπεροπεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠπεροπεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠπεροπευτής:''' οῦ ὁ Hom., HH = [[ἠπεροπεύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠπεροπευτής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., <i>ἠπεροπευτὰ</i> (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἠπεροπευτής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., <i>ἠπεροπευτὰ</i> (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἠπεροπευτής]], οῦ, = [[ἠπεροπεύς]] [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.] | |mdlsjtxt=[[ἠπεροπευτής]], οῦ, = [[ἠπεροπεύς]] [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, a cheat, deceiver, of Paris (cf. ἠπεροπεύω), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἠπεροπεύς.
Étymologie: ἠπεροπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἠπεροπευτής: οῦ ὁ Hom., HH = ἠπεροπεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, ἀπατεών, ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.
Greek Monotonic
ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., ἠπεροπευτὰ (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἠπεροπευτής, οῦ, = ἠπεροπεύς [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.]