δεσποσύνη: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεσποσύνη -ης, ἡ [δεσπόσυνος] overheersing.
|elnltext=δεσποσύνη -ης, ἡ [δεσπόσυνος] [[overheersing]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποσύνη Medium diacritics: δεσποσύνη Low diacritics: δεσποσύνη Capitals: ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ
Transliteration A: desposýnē Transliteration B: desposynē Transliteration C: desposyni Beta Code: desposu/nh

English (LSJ)

ἡ, absolute rule, despotism, Hdt.7.102.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
despotismo ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. Gloss.2.55.

German (Pape)

[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pouvoir absolu.
Étymologie: δεσπότης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσποσύνη -ης, ἡ [δεσπόσυνος] overheersing.

Russian (Dvoretsky)

δεσποσύνη:неограниченное господство, деспотическая власть, деспотия Her., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποσύνη: ἡ, ἀπόλυτος κυβέρνησις, δεσποτισμός, Ἡρόδ. 7. 102.

Greek Monolingual

η (Α δεσποσύνη)
νεοελλ.
1. η θυγατέρα του δεσπότη, του κυρίου
2. η δεσποινίς
αρχ.
απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. δεσπόσυνος].

Greek Monotonic

δεσποσύνη: ἡ (δεσπότης), = δεσποτεία, σε Ηρόδ.