βασσαρικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vassarikos | |Transliteration C=vassarikos | ||
|Beta Code=bassariko/s | |Beta Code=bassariko/s | ||
|Definition= | |Definition=βασσαρική, βασσαρικόν, = [[βακχικός]], [[θίασος]] AP6.165 (Phalaec.): [[βασσαρικά]], τά, = [[Διονυσιακά]], [[Soterichus]] ap. Suid. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
βασσαρική, βασσαρικόν, = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterichus ap. Suid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 báquico, dionisíaco θίασος AP 6.165 (Phal.).
2 subst. Βασσαρικά Basáricas, Dionisíacas tít. de una obra de Sotérico, Sud.s.u. Σωτήριχος.
German (Pape)
[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).
Russian (Dvoretsky)
βασσᾰρικός: Anth. = βακχεῖος.
Greek (Liddell-Scott)
βασσαρικός: -ή, -όν, = βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ = τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχος παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
βασσαρικός, -ή, -όν (Α) βασσάρα
ο βακχικός.
Greek Monotonic
βασσαρικός: -ή, -όν, βακχικός, σε Ανθ.