κραταίπιλος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταίπιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική [[επένδυση]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πῖλος]] «[[καπέλο]]»].
|mltxt=[[κραταίπιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική [[επένδυση]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πῖλος]] «[[καπέλο]]»].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], Aesch. bei Choerobosc. in <i>B.A</i>. 1391, wird ὁ ἰσχυρὸν πίλιον ἔχων erkl.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίπῑλος Medium diacritics: κραταίπιλος Low diacritics: κραταίπιλος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΠΙΛΟΣ
Transliteration A: krataípilos Transliteration B: krataipilos Transliteration C: krataipilos Beta Code: kratai/pilos

English (LSJ)

ον, with strong felt (πῖλος), A.Fr.430.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίπῑλος: с обильными волосами, густоволосый Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.

Greek Monolingual

κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].

German (Pape)

[ῑ], Aesch. bei Choerobosc. in B.A. 1391, wird ὁ ἰσχυρὸν πίλιον ἔχων erkl.