μικρόφωνος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikrofonos
|Transliteration C=mikrofonos
|Beta Code=mikro/fwnos
|Beta Code=mikro/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[weak-voiced]], <span class="bibl">Alex.26</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>787a4</span>, Gal.2.656. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of letters, [[weak-sounding]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>14</span>.</span>
|Definition=μικρόφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[weak-voiced]], Alex.26, Arist.''GA''787a4, Gal.2.656.<br><span class="bld">II</span> of letters, [[weak-sounding]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''14.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόφωνος Medium diacritics: μικρόφωνος Low diacritics: μικρόφωνος Capitals: ΜΙΚΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: mikróphōnos Transliteration B: mikrophōnos Transliteration C: mikrofonos Beta Code: mikro/fwnos

English (LSJ)

μικρόφωνον,
A weak-voiced, Alex.26, Arist.GA787a4, Gal.2.656.
II of letters, weak-sounding, D.H.Comp.14.

German (Pape)

[Seite 185] mit schwacher Stimme, Alexis bei B. A. 108; μικροφ ωνότερος, Plut. sol. anim. 4.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόφωνος: обладающий слабым голосом Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μικράν, ἀσθενῆ φωνήν, λεπτόφωνος, Ἄλεξις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόφωνος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο
τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου
αρχ.
1. αυτός που έχει ασθενική, ισχνή φωνή («ἔστι γὰρ καὶ ὀξύφωνα μεγαλόφωνα καὶ μικρόφωνα βαρύφωνα», Αριστοτ.)
2. (για γράμματα) αυτός που έχει ασθενική φωνή, αδύνατη προφορά, που δίδει ισχνό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος, φερέ-φωνος. Το ουδ. μικρόφωνο ως τεχνικός όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microphone, και μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].