νεφροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νεφροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με τον [[νεφρό]], που έχει το [[σχήμα]] του νεφρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[νεφροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με τον [[νεφρό]], που έχει το [[σχήμα]] του νεφρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{pape
|ptext=ές, = [[νεφρώδης]], Arist. <i>H.A</i>. 2.17.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφροειδής Medium diacritics: νεφροειδής Low diacritics: νεφροειδής Capitals: ΝΕΦΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nephroeidḗs Transliteration B: nephroeidēs Transliteration C: nefroeidis Beta Code: nefroeidh/s

English (LSJ)

ές, like a kidney, Arist.HA508a30.

Russian (Dvoretsky)

νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].

German (Pape)

ές, = νεφρώδης, Arist. H.A. 2.17.