οἰάκισμα: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiakisma | |Transliteration C=oiakisma | ||
|Beta Code=oi)a/kisma | |Beta Code=oi)a/kisma | ||
|Definition=ατος, τό, [[steering]], [[governing]], | |Definition=-ατος, τό, [[steering]], [[governing]], Trag.Adesp.287; [[regimen]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, steering, governing, Trag.Adesp.287; regimen, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 297] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.
Russian (Dvoretsky)
οἰάκισμα: ατος τό управление, руководство (πρὸς σταθμὸν βίου Diodotus ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰάκισμα: [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ οἰάκισμα) οιακίζω
1. ο χειρισμός του οίακα
2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).