πιμπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 16: Line 16:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πιμπλέω]], = [[πίμπλημι]] [ionic [[part]]. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]
|mdlsjtxt=[[πιμπλέω]], = [[πίμπλημι]] [ionic [[part]]. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]
}}
{{pape
|ptext=ion. = [[πιμπλάω]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ion. c. πιμπλάω.

Russian (Dvoretsky)

πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).

Greek Monolingual

βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]

German (Pape)

ion. = πιμπλάω.