πολύφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfyllos
|Transliteration C=polyfyllos
|Beta Code=polu/fullos
|Beta Code=polu/fullos
|Definition=ον, [[with many leaves]], [[thick-leaved]], of the yew, <span class="bibl">Eup.14.3</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.8</span>, etc.
|Definition=πολύφυλλον, [[with many leaves]], [[thick-leaved]], of the yew, Eup.14.3, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.10.8, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφυλλος Medium diacritics: πολύφυλλος Low diacritics: πολύφυλλος Capitals: ΠΟΛΥΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: polýphyllos Transliteration B: polyphyllos Transliteration C: polyfyllos Beta Code: polu/fullos

English (LSJ)

πολύφυλλον, with many leaves, thick-leaved, of the yew, Eup.14.3, cf. Thphr. HP 1.10.8, etc.

German (Pape)

[Seite 676] vielblätterig; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

πολύφυλλος: многолиственный, с пышной листвой (σμῖλαξ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ φύλλα, πυκνόφυλλος, ἐπὶ σμίλακος, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 1, 3, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφυλλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά φύλλα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύφυλλος
γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ολιγό-φυλλος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyphylla].