σύρρευσις: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύσεως, και [[σύρρυσις]], -ύσεως, ἡ, Α [[συρρέω]]<br />[[συρροή]] («[[ὅπου]] ἄν [[σύρρευσις]] γένηται ὕδατος», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-εύσεως, και [[σύρρυσις]], -ύσεως, ἡ, Α [[συρρέω]]<br />[[συρροή]] («[[ὅπου]] ἄν [[σύρρευσις]] γένηται ὕδατος», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Zusammenfließen]], der [[Zusammenfluß]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 5.19. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, flowing together, conflux, Arist.HA551b28, Corn. ND30; the form σύρρῠσις in Plb.9.43.5, D.S.1.39, D.H.Comp.16, etc.
Russian (Dvoretsky)
σύρρευσις: εως ἡ стечение, слияние Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σύρρευσις: ἡ, τὸ συρρέειν, συρροή, τὸ ὁμοῦ χύνεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4· φέρεται σύρρυσις παρὰ Πολυβ. 6. 43, 5, Διόδ. 1. 39, κλπ.
Greek Monolingual
-εύσεως, και σύρρυσις, -ύσεως, ἡ, Α συρρέω
συρροή («ὅπου ἄν σύρρευσις γένηται ὕδατος», Αριστοτ.).
German (Pape)
ἡ, das Zusammenfließen, der Zusammenfluß, Arist. H.A. 5.19.