ἀπρόρρητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπρόρρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει προλεχθεί. | |mltxt=[[ἀπρόρρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει προλεχθεί. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht [[vorhergesagt]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. XII.968e, nach Asts [[Verbesserung]] für ἀπόρρητα. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, not foretold, Pl.Lg. †68e, as Ast for ἀπόρρητος.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede predecir πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.Lg.968e.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόρρητος: не предсказанный (Plat. - v.l. к ἀπόρρητος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόρρητος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, Πλάτ. Νόμ. 968Ε, κατὰ τὸν Ast ἀντὶ ἀπόρρητος.
Greek Monolingual
ἀπρόρρητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει προλεχθεί.
German (Pape)
nicht vorhergesagt, Plat. Legg. XII.968e, nach Asts Verbesserung für ἀπόρρητα.