δικαρπέω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκαρπέω''': [[φέρω]] δὶς τοῦ ἔτους καρπούς, [[παράγω]] διπλῆν συγκομιδήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1.13,9· πρβλ. [[διφορέω]]. | |lstext='''δῐκαρπέω''': [[φέρω]] δὶς τοῦ ἔτους καρπούς, [[παράγω]] διπλῆν συγκομιδήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1.13,9· πρβλ. [[διφορέω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[zweimal]] [[Frucht]] [[tragen]]</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 24 November 2022
English (LSJ)
bear two crops, Thphr.CP1.13.9.
Spanish (DGE)
agr. dar fruto dos veces al año τὰ δοκοῦντα δ. μηλεῶν τέ τινα γένη καὶ ἀπίων Thphr.CP 1.13.9, cf. ib., Sch.Arat.1068M.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαρπέω: φέρω δὶς τοῦ ἔτους καρπούς, παράγω διπλῆν συγκομιδήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1.13,9· πρβλ. διφορέω.