Πτερνογλύφος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Πτερνογλύφος:''' (ῠ) ὁ Окорокоскреб (имя мыши) Batr. | |elrutext='''Πτερνογλύφος:''' (ῠ) ὁ [[Окорокоскреб]] (имя мыши) Batr. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 08:40, 11 May 2023
Russian (Dvoretsky)
Πτερνογλύφος: (ῠ) ὁ Окорокоскреб (имя мыши) Batr.
Greek (Liddell-Scott)
Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ, ὁ γλύφων, διακοιλαίνων χοιρομήρια, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομυομ. 927.
Greek Monotonic
Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύπτω), αυτός που σκαλίζει τα χοιρομέρια, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
Πτερνο-γλῠ́φος, ὁ, [γλύπτω]
ham-scraper, Batr.