ιδιότοπος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδιότοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δικό του [[τόπο]] («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο [[καθένας]] [[χώρα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόπος]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>τοπος</i>].
|mltxt=[[ἰδιότοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δικό του [[τόπο]] («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο [[καθένας]] [[χώρα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόπος]]), [[πρβλ]]. [[άτοπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἰδιότοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. άτοπος].