μυδροκτυπώ: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μυδροκτυπῶ, -έω (Α) [[μυδροκτύπος]]<br />(για τον Ήφαιστο) [[σφυρηλατώ]] πυρακτωμένο [[σίδερο]] («κορυφαῑς δ'έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ [[Ἥφαιστος]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=μυδροκτυπῶ, -έω (Α) [[μυδροκτύπος]]<br />(για τον Ήφαιστο) [[σφυρηλατώ]] πυρακτωμένο [[σίδερο]] («κορυφαῖς δ'έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ [[Ἥφαιστος]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:42, 6 February 2024

Greek Monolingual

μυδροκτυπῶ, -έω (Α) μυδροκτύπος
(για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῖς δ'έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ Ἥφαιστος», Αισχύλ.).