δρύφακτον: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἀντί]] δρύφρακτον (=κιγκλίδωμα). Ἀπό τό [[δρῦς]] + [[φράττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=[[ἀντί]] δρύφρακτον (=[[κιγκλίδωμα]]). Ἀπό τό [[δρῦς]] + [[φράττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 670] τό, auch ὁ δρύφακτος, Ar. Equ. 673, u. Lib., meist im plur.; sing. Ar. Vesp. 830; von δρῦς oder δρυφάσσω; der hölzerne Verschlag, bes. die hölzernen Schranken um die Gerichtsplätze und Rathsversammlungen in Athen; Ar. Vesp. 386. 552; ἐπιστῆναι τῇ βουλῇ ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις Xen. Hell. 2, 3, 50; Moeris erkl. ἡ θύρα τοῦ δικαστηρίου; Geländer der Treppen, Pol. 1, 22, 6. Auch = Balkon des Hauses, nach Schol. Ar. Vesp. 386, τὰ τῶν οἰκοδομημάτων ἐξέχοντα ξύλα, wie es Liban. braucht.

Mantoulidis Etymological

ἀντί δρύφρακτον (=κιγκλίδωμα). Ἀπό τό δρῦς + φράττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.