βαλαντιοτομῶ: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κόβω καί κλέβω βαλάντια, πορτοφόλια). Παρασύνθετο ἀπό τό [[βαλαντιοτόμος]] ([[βαλάντιον]] + [[τέμνω]]). Τό [[βαλάντιον]] (=πορτοφόλι, σακούλι) [[ἴσως]] ἀπό τό [[βάλλω]].
|mantxt=(=κόβω καί κλέβω βαλάντια, πορτοφόλια). Παρασύνθετο ἀπό τό [[βαλαντιοτόμος]] ([[βαλάντιον]] + [[τέμνω]]). Τό [[βαλάντιον]] (=[[πορτοφόλι]], [[σακούλι]]) [[ἴσως]] ἀπό τό [[βάλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:42, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

(=κόβω καί κλέβω βαλάντια, πορτοφόλια). Παρασύνθετο ἀπό τό βαλαντιοτόμος (βαλάντιον + τέμνω). Τό βαλάντιον (=πορτοφόλι, σακούλι) ἴσως ἀπό τό βάλλω.